μετασχηματισμός

μετασχηματισμός
μετασχηματισμός ο
изменение образа жизни инока, послушника для того, чтобы принять монашеский ангельский образ
Этим.
< μετα-(приставка со значением «изменение») + σχήμα «изменение образа»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μετασχηματισμός" в других словарях:

  • μετασχηματισμός — change of position masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχηματισμός — ο (Α μετασχηματισμός) [μετασχηματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός — ο αλλαγή σχήματος, μορφής κτλ., μεταμόρφωση: Μετασχηματισμός της κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικός μετασχηματισμός — Ένα σύστημα n γραμμικών εξισώσεωνα με συντελεστές αik αντιστοιχεί σε κάθε σύνολο ποσοτήτων x1, x2, ...., xn ένα σύνολο ποσοτήτων y1, y2, ...., yn. Η αντιστοιχία αυτή λέγεται γ.μ. του συνόλου x1,x2, ..., xn στο σύνολο y1, y2,...... yn ή, εν… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμοῖς — μετασχηματισμός change of position masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχηματισμοί — μετασχηματισμός change of position masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχηματισμοῦ — μετασχηματισμός change of position masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχηματισμούς — μετασχηματισμός change of position masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχηματισμῶν — μετασχηματισμός change of position masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχηματισμῷ — μετασχηματισμός change of position masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»