μετασχηματισμός — change of position masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχηματισμός — ο (Α μετασχηματισμός) [μετασχηματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
μετασχηματισμός — ο αλλαγή σχήματος, μορφής κτλ., μεταμόρφωση: Μετασχηματισμός της κοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… … Dictionary of Greek
γραμμικός μετασχηματισμός — Ένα σύστημα n γραμμικών εξισώσεωνα με συντελεστές αik αντιστοιχεί σε κάθε σύνολο ποσοτήτων x1, x2, ...., xn ένα σύνολο ποσοτήτων y1, y2, ...., yn. Η αντιστοιχία αυτή λέγεται γ.μ. του συνόλου x1,x2, ..., xn στο σύνολο y1, y2,...... yn ή, εν… … Dictionary of Greek
μετασχηματισμοῖς — μετασχηματισμός change of position masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχηματισμοί — μετασχηματισμός change of position masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχηματισμοῦ — μετασχηματισμός change of position masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχηματισμούς — μετασχηματισμός change of position masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχηματισμῶν — μετασχηματισμός change of position masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασχηματισμῷ — μετασχηματισμός change of position masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)